-
1 εὐθυντήρ
3 as Adj., εὐθυντὴρ οἴαξ the guiding rudder, A. Supp. 717.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθυντήρ
-
2 εὐθυντήρ
-
3 ευθυντηρ
-
4 εὐθυντήρ
-
5 Guiding
adj.Escorting: V. πόμπιμος, πομπαῖος, εὔπομπος.Directing, ruling: V. εὐθυντήριος.The guiding helm: V. οἴαξ εὐθυντήρ, ὁ (Æsch., Supp. 717).Guiding principle, subs.: P. προαίρεσις, ἡ, P. and V. ὅρος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Guiding
См. также в других словарях:
ευθυντήρας — ο (Α εὐθυντήρ) [ευθύνω] νεοελλ. όργανο με το οποίο γίνεται εύθυνση, ίσιωμα κάποιου αντικειμένου ή μέλους τού σώματος αρχ. 1. αυτός που ξαναφέρνει στον ίσιο δρόμο, ο τιμωρός 2. ως επίθ. φρ. «εὐθυντήρ οἴαξ» το τιμόνι που κρατάει σε ευθεία πορεία το … Dictionary of Greek